Το μοναδικό στο είδος του στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.

Γεννήθηκε ο Thomas Eugene Kurtz, ο συνδημιουργός της BASIC

Είναι η γλώσσα που έκανε τους υπολογιστές… προσωπικούς!

«Αν η Fortran είναι η κοινή διάλεκτος… τότε η BASIC είναι το παρκοκρέβατό της». – “If Fortran is the lingua franca… BASIC is the lingua playpen”. (T. Kurtz)

Τα παραπάνω λόγια ανήκόυν στον Thomas Eugene Kurtz, ο οποίος γεννήθηκε στις 22.02.1928 και είναι ο συνδημιουργός της BASIC.

Μιας γλώσσας που χάρη στην ευκολία εκμάθησής της, βοήθησε τους τότε χομπύστες της πληροφορικής είτε να μάθουν απλά προγραμματισμό είτε να δημιουργήσουν εταιρείες (Microsoft, Apple) μεγαθήρια και να κυριαρχήσουν στον κόσμο των προσωπικών υπολογιστών!

Ο Kurtz μαζί με τον John Kemeny, ανέπτυξαν την BASIC, ως μια εύχρηστη γλώσσα προγραμματισμού για τους φοιτητές τους στο Dartmouth College στις αρχές της δεκαετίας του 1960.

Ο Thomas Eugene Kurtz γεννήθηκε στο Oak Park (Illinois) και ήδη από μικρή ηλικία ενδιαφερόταν για τις επιστήμες. Αφού ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, στη συνέχεια εισήχθη στο Knox College με σκοπό να σπουδάσει φυσική. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του παρακολούθησε επίσης όλα τα διαθέσιμα μαθήματα μαθηματικών. Έπειτα από την πρόταση ενός καθηγητή του, άρχισε να μελετά στατιστική και έτσι κατάφερε να εφαρμόσει τις μαθηματικές του γνώσεις για την επίλυση διαφόρων επιστημονικών προβλημάτων.

Το Πανεπιστήμιο του Princeton ήταν ο επόμενος προορισμός του κ. Kurtz. Εκεί ένας άλλος καθηγητής με το όνομα Forman Acton «ξύπνησε» το ενδιαφέρον του για την πληροφορική. Το καλοκαίρι του 1951, έλαβε υποτροφία στο UCLA Institute for Numerical Analysis. Εκεί κατάφερε να γνωρίσει τους πρωτοπόρους της πληροφορικής. Το επόμενο έτος έως το 1956, ο Kurtz εργάστηκε ως βοηθός έρευνας στο Πανεπιστήμιό του. Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών που εργάστηκε εκεί, έγραψε διάφορα προγράμματα που είχαν σχέση με την αποτελεσματικότητα των στρατιωτικών πυραύλων. Τα προγράμματα τα «φόρτωνε» σε ένα σύστημα IBM μέσω διάτρητων καρτών.

Το 1956 ο Thomas Kurtz έλαβε το διδακτορικό του από το Princeton και σχεδόν αμέσως μεταφέρθηκε στο Darmouth College, μετά από πρόσκληση του καθηγητή John George Kemeny. Εκεί παρέμεινε για 37 χρόνια ως καθηγητής. Τον Αύγουστο του 1959, ο Thomas Kurtz ήταν στο MIT όπου και εκπαιδεύτηκε στον προγραμματισμό για τον υπολογιστή IBM 704.

Τους τελευταίους μήνες του 1959, το Darmouth College απέκτησε έναν υπολογιστή LGP-30 της εταιρείας Librascope και ο Kurtz διορίστηκε Διευθυντής του Κέντρου Πληροφορικής του Κολεγίου. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι χρήστες των υπολογιστών δεν είχαν την πολυτέλεια του time sharing και των λοιπών σημερινών διευκολύνσεων, έτσι περίμεναν στη σειρά για να «τρέξουν» ένα πρόγραμμα στον υπολογιστή, η διαδικασία ανάγκαζε τους χρήστες σε αρκετές περιπτώσεις να περιμένουν μια ημέρα ή περισσότερο για τα αποτελέσματά τους.

Τον Φεβρουάριο του 1964, οι Thomas Kurtz και John Kemeny ευρισκόμενοι στο Darmouth College, ξεκίνησαν να συνεργάζονται με την εταιρεία General Electric στην αναζήτηση ενός συστήματος time sharing για υπολογιστές. Έτσι έφθασαν στην επιλογή του DTSS (Dartmouth Time-Sharing System) το οποίο ήταν ένα από τα πρώτα συστήματα του είδους του. Ήταν το πρώτο -μεγάλης κλίμακας- σύστημα κατανομής χρόνου που εφαρμόστηκε με επιτυχία και το οποίο λειτούργησε την 1η Μαΐου 1964.

Αποτελούνταν από έναν υπολογιστή GE-235 (General Electric) που χρησιμοποιήθηκε ως κεντρικός υπολογιστής και έναν υπολογιστή GE Datanet-30 (General Electric) που ήταν υπεύθυνος για τις επικοινωνίες των τερματικών σε όλη την Πανεπιστημιούπολη.

Και οι δύο καθηγητές είχαν ως βασικό τους στόχο, να κάνουν την πρόσβαση των φοιτητών στους υπολογιστές τόσο απλή όσο το να δανειστεί κανείς ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη. Το σύστημα με το time sharing έδωσε τη δυνατότητα στους φοιτητές, από το Πανεπιστήμιο και διάφορα κολέγια της περιοχής, να έχουν πρόσβαση σε υπολογιστές τη στιγμή που το επιθυμούσαν χωρίς να χρειάζονται να περιμένει ο ένας πότε θα ολοκληρώσει ο άλλος την χρήση του υπολογιστή.

Οι Kurtz και Kemeny αφιερώθηκαν στην απλοποίηση της διαδικασίας ούτως ώστε να κάνουν έναν φοιτητή ικανό να μάθει να χρησιμοποιεί το σύστημα σε λιγότερο από 60 λεπτά. Παρά τις καλές προθέσεις τους, προέκυψε ένα νέο πρόβλημα στη χρήση υπολογιστών, η γλώσσα προγραμματισμού που χρησιμοποιούσαν εκείνοι οι υπολογιστές ήταν πραγματικά περίπλοκη, οπότε πίστευαν ότι ήταν απαραίτητο να εφεύρουν μια νέα γλώσσα.

Τα παραπάνω «οδήγησαν» τους Kurtz και Kemeny στο να σχεδιάσουν την γνωστή μας BASIC (Beginner’s All-Purpose Symbolic Instruction Code), με σκοπό να διευκολύνουν τους φοιτητές στην δημιουργία και εκτέλεση προγραμμάτων σε mainframe υπολογιστών που είχαν εγκατασταθεί στο Dartmouth  και χρησιμοποιούσαν το Time-Sharing System που προαναφέραμε.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και της δεκαετίας του 1980 οι εκδόσεις της BASIC εξαπλώθηκαν στους μικροϋπολογιστές. Οι μικροϋπολογιστές κυκλοφορούσαν συνήθως με προεγκατεστημένη κάποια έκδοση της BASIC. Αυτό ήταν ένα γεγονός που βοήθησε στις πωλήσεις και διέδωσε την χρήση των υπολογιστών σε όλο και περισσότερο κόσμο που τότε εισερχόταν στο μαγικό κόσμο της Πληροφορικής.

Κλείνοντας να αναφέρουμε, ότι το 1983 οι Thomas Kurtz και John Kemeny μαζί με άλλους συναδέλφους δημιούργησαν την εταιρεία True Basic Inc με σκοπό τη δημιουργία μιας έκδοσης για εκπαιδευτική χρήση για προσωπικούς υπολογιστές.

#recall_memory #hellenicITmuseum #elmp #museum #technologymuseum #todayintechhistory #basic #language #programming #Kurtz

 

Πηγή κειμένου

Πηγή εικόνας

Post a comment